pane
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pane | panes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpane (en)
- το τζάμι, ο υαλοπίνακας
- en peen
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpane (it) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
pane | panes |
pane (en)
pane (it) αρσενικό