ενικός         πληθυντικός  
pane panes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pane (en)

  1. το τζάμι, ο υαλοπίνακας
     συνώνυμα: windowpane
  2. en peen



  Ετυμολογία

επεξεργασία
pane < λατινική panis

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pane (it) αρσενικό