palestinano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | palestinano | palestinanoj |
αιτιατική | palestinanon | palestinanojn |
palestinano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | palestinano | palestinanoj |
αιτιατική | palestinanon | palestinanojn |
palestinano (eo)