paleontology
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- paleontology < (άμεσο δάνειο) γαλλική paléontologie (παλαιοντολογία). Μορφολογικά αναλύεται σε: pale(o)- + onto- + -logy. (μαρτυρείται από το 1833)[1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˌpeɪ.li.ɑːnˈtɑː.lə.dʒi/ (ΗΠΑ)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : pa‐le‐on‐to‐lo‐gy
- → δείτε τη βρετανική προφορά με τον συλλαβισμό στο palaeontology
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpaleontology (en) (μη μετρήσιμο)
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ paleontology - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- ↑ paleontology - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
Πηγές
επεξεργασία- paleontology - Cambridge Dictionary online
- paleontology - lexico.com. Συνεργασία των Dictionary.com & Oxford University Press, μονόγλωσσο αγγλικό λεξικό © 2019-2022
- paleontology - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.