paŭzo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- paŭzo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paŭzo | paŭzoj |
αιτιατική | paŭzon | paŭzojn |
paŭzo (eo)
- η παύση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paŭzo | paŭzoj |
αιτιατική | paŭzon | paŭzojn |
paŭzo (eo)