outgrow
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | outgrow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | outgrows |
αόριστος | outgrew |
παθητική μετοχή | outgrown |
ενεργητική μετοχή | outgrowing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαoutgrow (en)
- περνάω μεγαλώνοντας, σταματάω να κάνω κάτι γιατί μεγαλώνω, παρατάω μια συνήθεια μεγαλώνοντας
- ⮡ He will outgrow it.
- Θα του περάσει μεγαλώνοντας.
- ⮡ She outgrew her dolls.
- Μεγάλωσε πια για κούκλες.
- ≈ συνώνυμα: grow out of
- ⮡ He will outgrow it.
Πηγές
επεξεργασία- outgrow - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 532. ISBN 9780194325684., λήμμα: μεγαλώνω