ενεστώτας outgrow
γ΄ ενικό ενεστώτα outgrows
αόριστος outgrew
παθητική μετοχή outgrown
ενεργητική μετοχή outgrowing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
outgrow < out- + grow

outgrow (en)

  • περνάω μεγαλώνοντας, σταματάω να κάνω κάτι γιατί μεγαλώνω, παρατάω μια συνήθεια μεγαλώνοντας
    ⮡  He will outgrow it.
    Θα του περάσει μεγαλώνοντας.
    ⮡  She outgrew her dolls.
    Μεγάλωσε πια για κούκλες.
     συνώνυμα: grow out of