osm
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΣυντομομορφήΕπεξεργασία
osm (en)
Πολωνικά (pl)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
osm (pl) αρσενικό
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: όσμιο
Τσεχικά (cs)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΑριθμητικόΕπεξεργασία
osm (cs)