Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
oseille
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
oseille
oseilles
Ουσιαστικό
επεξεργασία
oseille
(fr)
θηλυκό
(
φυτό
)
το
ξινολάπαθο
, το
λάπατο
≈
συνώνυμα
:
surelle
(
οικείο
)
το
παραδάκι