oscedo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | oscedo | oscedoj |
αιτιατική | oscedon | oscedojn |
oscedo (eo)
- το χασμουρητό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | oscedo | oscedoj |
αιτιατική | oscedon | oscedojn |
oscedo (eo)