ortodoksia
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ortodoksia | ortodoksiaj |
αιτιατική | ortodoksian | ortodoksiajn |
ortodoksia (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ortodoksia | ortodoksiaj |
αιτιατική | ortodoksian | ortodoksiajn |
ortodoksia (eo)