orkideo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- orkideo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | orkideo | orkideoj |
αιτιατική | orkideon | orkideojn |
orkideo (eo)
- η ορχιδέα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | orkideo | orkideoj |
αιτιατική | orkideon | orkideojn |
orkideo (eo)