Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
orillon orillons

  Ουσιαστικό επεξεργασία

orillon (fr) αρσενικό

  1. αντικείμενο ή μέρος αντικειμένου σε σχήμα αφτιού
  2. γωνιακή εξοχή ενός κάστρου