Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
orienteur orienteurs

orienteur (fr) αρσενικό

  1. (τεχνολογία) όργανο που επιτρέπει την ανάγνωση του προσανατολισμού ενός τόπου
  2. (στρατιωτικός όρος) officier orienteur - αξιωματικός που διευθύνει τις κινήσεις μιας ομάδας
  3. orienteur (professionnel) - σύμβουλος για τον επαγγελματικό ή παιδαγωγικό προσανατολισμό


Συγγενικά

επεξεργασία