orgojlo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | orgojlo | orgojloj |
αιτιατική | orgojlon | orgojlojn |
orgojlo (eo)
- η αλαζονία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | orgojlo | orgojloj |
αιτιατική | orgojlon | orgojlojn |
orgojlo (eo)