optikisto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | optikisto | optikistoj |
αιτιατική | optikiston | optikistojn |
optikisto (eo)
- αυτός που εργάζεται ή διευθύνει ένα κατάστημα για γυαλιά
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | optikisto | optikistoj |
αιτιατική | optikiston | optikistojn |
optikisto (eo)