on n'arrête pas le progrès
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαon n'arrête pas le progrès (fr)
- (σκωπτικό) για κάτι που υποτίθεται ότι θα βελτιώσει μια κατάσταση, αλλά στην πραγματικότητα την δυσκολεύει
on n'arrête pas le progrès (fr)