oficejo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | oficejo | oficejoj |
αιτιατική | oficejon | oficejojn |
oficejo (eo)
- το γραφείο (ο χώρος εργασίας)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | oficejo | oficejoj |
αιτιατική | oficejon | oficejojn |
oficejo (eo)