oferemo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | oferemo | oferemoj |
αιτιατική | oferemon | oferemojn |
oferemo (eo)
- η αφοσίωση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | oferemo | oferemoj |
αιτιατική | oferemon | oferemojn |
oferemo (eo)