odoro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- odoro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | odoro | odoroj |
αιτιατική | odoron | odorojn |
odoro (eo)
- η οσμή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | odoro | odoroj |
αιτιατική | odoron | odorojn |
odoro (eo)