octopus
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
octopus | octopuses / octopi |
Ετυμολογία επεξεργασία
- octopus < (άμεσο δάνειο) νεολατινική octōpūs, αρχαία ελληνική ὀκτώπους[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
octopus (en)
Αναφορές επεξεργασία
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
octopus (it)
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- octopus < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική ὀκτώπους
Ουσιαστικό επεξεργασία
octopus (la) νεολατινικά
Ολλανδικά (nl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
octopus (nl)