obstaklo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- obstaklo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | obstaklo | obstakloj |
αιτιατική | obstaklon | obstaklojn |
obstaklo (eo)
- το εμπόδιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | obstaklo | obstakloj |
αιτιατική | obstaklon | obstaklojn |
obstaklo (eo)