Ουσιαστικό

επεξεργασία

obraz (bs)



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɔbras/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

obraz (pl) αρσενικό

  1. (μαθηματικά), (πληροφορική), (κοινά) η εικόνα
    ⮡  przedstawił typowe błędy, negatywnie wpływające na jakość obrazu - μας παρουσίασε τυπικά σφάλματα που έχουν αρνητική επίδραση στην ποιότητα της εικόνας
    ⮡  wczoraj namalowalem obraz
  2. ο πίνακας (ζωγραφικής)
  3. (φυσική) το είδωλο

Συγγενικά

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

obraz (cs) αρσενικό