nutzen
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
nutzen (de)
- (αμετάβατο) χρησιμεύω
- (μεταβατικό) εκμεταλλεύομαι, κερδίζω κάτι από
Εκφράσεις επεξεργασία
- es nutzt nichts: δεν κάνει τίποτα, δεν χρησιμεύει σε τίποτα
- was nutzt es?: για ποιο λόγο;