numido
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | numido | numidoj |
αιτιατική | numidon | numidojn |
numido (eo)
- (πτηνό) η φραγκόκοτα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | numido | numidoj |
αιτιατική | numidon | numidojn |
numido (eo)