numeralo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | numeralo | numeraloj |
αιτιατική | numeralon | numeralojn |
numeralo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | numeralo | numeraloj |
αιτιατική | numeralon | numeralojn |
numeralo (eo)