nuligo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nuligo | nuligoj |
αιτιατική | nuligon | nuligojn |
nuligo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nuligo | nuligoj |
αιτιατική | nuligon | nuligojn |
nuligo (eo)