nuksujo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nuksujo | nuksujoj |
αιτιατική | nuksujon | nuksujojn |
nuksujo (eo)
- η καρυδιά
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nuksujo | nuksujoj |
αιτιατική | nuksujon | nuksujojn |
nuksujo (eo)