novico
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- novico < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | novico | novicoj |
αιτιατική | novicon | novicojn |
novico (eo)
- ο αρχάριος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | novico | novicoj |
αιτιατική | novicon | novicojn |
novico (eo)