novaĵletero
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | novaĵletero | novaĵleteroj |
αιτιατική | novaĵleteron | novaĵleterojn |
novaĵletero (eo)
- επιστολή πληροφόρησης, newsletter
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | novaĵletero | novaĵleteroj |
αιτιατική | novaĵleteron | novaĵleterojn |
novaĵletero (eo)