Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
notabilité
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
notabilité
notabilités
Ουσιαστικό
επεξεργασία
notabilité
(fr)
θηλυκό
σημαίνον
πρόσωπο, κάποιος που ανήκει σε υψηλό
κλιμάκιο
μιας
ιεραρχίας