norvego
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- norvego < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | norvego | norvegoj |
αιτιατική | norvegon | norvegojn |
norvego (eo)
- ο Νορβηγός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | norvego | norvegoj |
αιτιατική | norvegon | norvegojn |
norvego (eo)