normalisé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | normalisé | normalisés |
θηλυκό | normalisée | normalisées |
Επίθετο επεξεργασία
normalisé (fr)
Μετοχή επεξεργασία
normalisé (fr)
- μετοχή αορίστου του normaliser
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | normalisé | normalisés |
θηλυκό | normalisée | normalisées |
normalisé (fr)
normalisé (fr)