nomigo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nomigo | nomigoj |
αιτιατική | nomigon | nomigojn |
nomigo (eo)
- η ονομασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nomigo | nomigoj |
αιτιατική | nomigon | nomigojn |
nomigo (eo)