Ετυμολογία

επεξεργασία
nombrado < nombr- + -ad- + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική nombrado nombradoj
αιτιατική nombradon nombradojn

nombrado (eo)

la nombrado de la voĉoj donitaj en la elektado - η καταμέτρηση των ψήφων που δώθηκαν στις εκλογές