nobelo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- nobelo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nobelo | nobeloj |
αιτιατική | nobelon | nobelojn |
nobelo (eo)
- το νόμπελ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nobelo | nobeloj |
αιτιατική | nobelon | nobelojn |
nobelo (eo)