• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

nikelo

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

nikelo < → λείπει η ετυμολογία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική nikelo nikeloj
αιτιατική nikelon nikelojn

nikelo (eo)

  • το νικέλιο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=nikelo&oldid=3862189"
Τελευταία επεξεργασία στις 16 Μαΐου 2017, στις 04:39

Γλώσσες

    • Català
    • English
    • Esperanto
    • Español
    • Français
    • Magyar
    • Ido
    • 日本語
    • 한국어
    • Latina
    • Lietuvių
    • Malagasy
    • Polski
    • Português
    • Română
    • Русский
    • Svenska
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 16 Μαΐου 2017, στις 04:39.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie