nikelo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- nikelo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nikelo | nikeloj |
αιτιατική | nikelon | nikelojn |
nikelo (eo)
- το νικέλιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nikelo | nikeloj |
αιτιατική | nikelon | nikelojn |
nikelo (eo)