nettoyeur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nettoyeur | nettoyeurs |
θηλυκό | nettoyeuse | nettoyeuses |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαnettoyeur (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
nettoyeur | nettoyeurs |
nettoyeur (fr) αρσενικό
- συσκευή καθαρισμού
- (Κεμπέκ) κατάστημα όπου καθαρίζουν και σιδερώνουν ενδύματα