γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό nettoyeur nettoyeurs
θηλυκό nettoyeuse nettoyeuses

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

nettoyeur (fr)

  1. καθαριστής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
nettoyeur nettoyeurs

nettoyeur (fr) αρσενικό

  1. συσκευή καθαρισμού
  2. (Κεμπέκ) κατάστημα όπου καθαρίζουν και σιδερώνουν ενδύματα