nekonato
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nekonato | nekonatoj |
αιτιατική | nekonaton | nekonatojn |
nekonato (eo)
- ο άγνωστος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nekonato | nekonatoj |
αιτιατική | nekonaton | nekonatojn |
nekonato (eo)