neekzakteco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | neekzakteco | neekzaktecoj |
αιτιατική | neekzaktecon | neekzaktecojn |
neekzakteco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | neekzakteco | neekzaktecoj |
αιτιατική | neekzaktecon | neekzaktecojn |
neekzakteco (eo)