nebbiolo
Ιταλικά (it) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
nebbiolo | nebbioli |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /nebˈbjɔ.lo/
Ουσιαστικό επεξεργασία
nebbiolo (it) αρσενικό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- nebbiolo - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).