ενικός         πληθυντικός  
natatoire natatoires

  Επίθετο

επεξεργασία

natatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (σπάνιο) που αφορά την κολύμβηση
  2. νηκτικός
    vessie natatoire - νηκτική κύστη