nasturcio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nasturcio | nasturcioj |
αιτιατική | nasturcion | nasturciojn |
nasturcio (eo)
- το κάρδαμο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nasturcio | nasturcioj |
αιτιατική | nasturcion | nasturciojn |
nasturcio (eo)