narguilé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- narguilé < (άμεσο δάνειο) τουρκική nargile
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
narguilé | narguilés |
narguilé (fr) αρσενικό
- ο ναργιλές
ενικός | πληθυντικός |
narguilé | narguilés |
narguilé (fr) αρσενικό