Ετυμολογία

επεξεργασία
nargile < (άμεσο δάνειο) περσική نارگيله (nārgile)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /nɑɾ.ɟiˈlɛ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

nargile (tr)