nargileo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- nargileo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nargileo | nargileoj |
αιτιατική | nargileon | nargileojn |
nargileo (eo)
- ο ναργιλές
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nargileo | nargileoj |
αιτιατική | nargileon | nargileojn |
nargileo (eo)