Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
n’empêche
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
n’empêche
<
empêcher
Επίρρημα
επεξεργασία
'
(il) '
n’empêche
(fr)
παρά
,
εντούτοις
≈
συνώνυμα
:
cependant
,
malgré
cela
(
οικείο
)
ωστόσο
≈
συνώνυμα
:
(
οικείο
)
quand même
,
tout de même