musono
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- musono < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | musono | musonoj |
αιτιατική | musonon | musonojn |
musono (eo)
- ο μουσώνας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | musono | musonoj |
αιτιατική | musonon | musonojn |
musono (eo)