Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

moussaillon < moussaille < mousse, ναύτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
moussaillon moussaillons

moussaillon (fr) αρσενικό