motorboato
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | motorboato | motorboatoj |
αιτιατική | motorboaton | motorboatojn |
motorboato (eo)
- το κρις κραφτ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | motorboato | motorboatoj |
αιτιατική | motorboaton | motorboatojn |
motorboato (eo)