Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
mordache
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
mordache
mordaches
Ουσιαστικό
επεξεργασία
mordache
(fr)
θηλυκό
(
τεχνολογία
) ξύλινο
εξάρτημα
που τίθεται ανάμεσα στις
σιαγόνες
μιας
μέγκενης
για να μην καταστρέψει το συσφιγγόμενο αντικείμενο
το άκρο ορισμένων τύπων
πένσας
ή
τανάλιας