ενικός         πληθυντικός  
mordache mordaches

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mordache (fr) θηλυκό

  1. (τεχνολογία) ξύλινο εξάρτημα που τίθεται ανάμεσα στις σιαγόνες μιας μέγκενης για να μην καταστρέψει το συσφιγγόμενο αντικείμενο
  2. το άκρο ορισμένων τύπων πένσας ή τανάλιας