morceau
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- morceau < παλαιά γαλλική morsel < λατινική morsellum
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
morceau | morceaux |
morceau (fr) αρσενικό
- το κομμάτι
Συγγενικά
επεξεργασία- morcelable
- morceler
- morcellement ((ορθογραφία του 1990) morcèlement)